Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Πραγματικότητες


Σίγουρα η κλινική χωρίζεται σε 2 εντελώς αντίθετες πραγματικότητες.
Η μία, είναι οι ασθενείς που πειράζω και κάνω πλάκα σπάζοντας εύκολα τον πάγο με μερικά αστεία του τύπου "κλείστο, κλείστο" ενώ μιλάνε στο τηλέφωνο και εγώ πάω να τους πάρω πίεση ή ρωτώντας "τι κάνουν τα αγόρια;;" που ο μικρότερος είναι 70 και βάλε, ή άλλες φορές τους απειλώ (άντρες προφανώς) με
κλύσμα. Υπάρχουν και άλλοι που είναι εύσωμοι και τους ζυγίζω, αν είναι πριν τα 100 κιλά τους λέω "να τα εκατοστήσετε!" . Έτσι θεωρώ πως εκτός από την δουλειά μου, από τεχνικής πλευράς, συμβάλλω και λίγο και στην ολιστική φροντίδα του, εφόσον τον κάνω να νιώθει καλά, και η καλή ψυχική υγεία είναι κομμάτι και της σωματικής. Αλληλένδετα.

Υπάρχουν βέβαια και ασθενείς που εκεί που δεν το περιμένεις σε αφήνουν άφωνο.

Περιστατικό Νο1
Έχουμε ένα μαύρο γιατρό -δεν θυμάμαι από που είναι- πλησιάζει έναν παππούλη και εκείνος λέει φωναχτά.
-Ααα, αμαν ήρθε ο μαύρος, μαύρα τα μαντάτα.
Ναι, είναι λίγο ρατσιστικό, αλλά, γέλασα με την καρδιά μου.

Περιστατικό Νο2
Γιαγιά , όχι και πολύ βιώσιμη, πολύ μεγάλη σε ηλικία, με πυρετούς κλτ, δεν επικοινωνούσε κιόλας, της έκανα την νοσηλεία, και φεύγοντας μπερδεύομαι στο στατό και πάω να πέσω. Τότε ακούω ένα γέλιο και γυρίζω, βλέπω την γιαγιούλα να γελάει και να με κοιτάζει. Ναι, ήταν και αστείο αλλά και τρομακτικό συνάμα.

Απο την άλλη πλευρά της πραγματικότητας , έχουμε ανθρώπους που απλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, εκτός από να τους μιλάω ευγενικά και με χαμόγελο.
Ένας διαβητικός που του έκοψαν το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού. Έκλαιγε ο καημένος, εγώ πήγα κοντά, έκατσα δίπλα του, του μιλούσα. Για χειρότερες καταστάσεις. Με αγκάλιασε. Με χιλιοευχαρίστησε μέχρι την μέρα που πήρε εξιτήριο.
Μιας γυναίκας ο άντρας πέθανε. Φεύγοντας απλά την κοίταξα και της είπα συλλυπητήρια. Με ευχαρίστησε ακουμπώντας την παλάμη στο στέρνο της.
 Ένας κύριος με κυστική ίνωση, 45 χρονών. Έχει γυναίκα και παιδάκι 5 χρονών. Πεθαίνει, είναι σίγουρο. Και εγώ τι να πω στους συνοδούς. Έβγαιναν όλοι έξω και έκλαιγαν. Ήθελα τόσο πολύ να πω κάτι στην γυναίκα του και δεν έβρισκα λόγια. Κάθε φορά που πήγαινα για νοσηλεία μου χαμογελούσε. Και εγώ τι να της πω; Υπομονή; Τι; Με ένα παιδάκι μικρό και έναν άντρα που αύριο -
μεθαύριο δεν θα ζει. Απλά την ακούμπησα στον ώμο φεύγοντας σήμερα. Με κοίταξε απλά. Ήξερε και ήξερα. Βούρκωσα. Χωρίς να ξέρω κανέναν τους.

Πιο πολύ νιώθω άνθρωπος στις κακές πραγματικότητες. Τις άσχημες.
Κάθε μέρα που περνάει, ακόμα και με την τραγική κούραση, χαίρομαι που είμαι νοσηλεύτρια.

Είναι εγωιστικό επάγγελμα.
Γεμίζουμε το κενό μας.
Το κάνουμε γιατί αισθανόμαστε καλά μέσα από την παροχή υπηρεσιών υγείας.
Μέσα από το χαμόγελο στο αστείο,
μέσα από το βουρκωμένο βλέμμα της κυρίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου