Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Το βάπτισμα του πυρός


“Να μην ξεχάσω τίποτα. Στολή, στηθοσκόπιο, στυλό (μπλε-κόκκινο-πράσινο-μαύρο), κλειδιά, κινητό και mp3.”

Βγαίνοντας από το σπίτι σκέφτομαι την αλλαγή της ζωής μου βάση του επαγγέλματος –τίποτα δεν έχω καταλάβει ακόμα- και συνεχίζω να κατεβαίνω το σκαλιά. 

Η ώρα είναι 6.30, δεν έχω εισιτήριο, πάω να πάρω καφέ. Παραγγέλνω στο café δίπλα στην στάση, έρχεται το λεωφορείο, δεν προλαβαίνω να πάρω τον γαλλικό που έχω ήδη παραγγείλει, ρωτάω τον οδηγό αν περιμένει, με γράφει και πάει να ξεκινήσει, μπαίνω μέσα, γίνομαι ρεζίλι αφήνοντας απλήρωτο τον καφέ και ζητάω εισιτήριο.

-Δεν έχω.
-Τι εννοείται; Είναι 6.30 το πρωί και δεν έχετε; Δεν ήταν ανοιχτό κανένα περίπτερο.
-Δεν με νοιάζει , να πας να βρεις.
Είμαι έτοιμη να δακρύσω από τα νεύρα μου, παίρνω ανάσα, ηρεμώ.
-Είστε τραγικός. Του λέω και κάθομαι στις πίσω θέσεις.

Φτάνω νοσοκομείο, και μας μοιράζουν στις κλινικές.
-Και εσύ, στην Β Παθολογική.
-Μάλιστα.

Β παθολογική. Τι να πρωτοπώ γι αυτό το τμήμα. Μπαίνοντας στον διάδρομο η μυρωδιά από το ιώδιο και το μπεντατίν, αυτή η μυρωδιά νοσοκομείου-φαρμακείου είναι τόσο έντονη που φτερνίζομαι. Με πάει στην προϊσταμένη  συστήνομαι με στέλνει να ντυθώ. Με στέλνει να πάρω πιέσεις και θερμόμετρα.

Αρχίζω να εγκλιματίζομαι πολύ σιγά. Αργώ με τις πιέσεις. 45 ασθενείς περίπου. 30 στα δωμάτια και καμιά 15 ράντζα έξω. Βάζω ακουστικά, τυλίγω την περιχειρίδα γύρω από τα χέρια των ασθενών. Δεν υπάρχουν νέοι ιδιαίτερα. Άντε κανένας 35άρης κατά τύχη. Η μέρα κυλάει ήσυχα στην αρχή. Μετά όμως οι ρυθμοί αλλάζουν, οι νοσηλεύτριες τρέχουν να προλάβουν, γίνεται επίσκεψη γιατρών, πολλών γιατρών (μαζί με φοιτητές ιατρικής) και εγώ τρέχω παντού για βοήθεια. Η μέρα μου έχει αρχίσει χάλια και εγώ νιώθω τα πόδια μου να πονάνε. Ωστόσο τρέχω. 

Τελευταία ενέργεια για την μέρα, να στρώσουμε 2 ασθενείς. Μπαίνουμε στο πρώτο δωμάτιο, κοιτάμε τον ασθενή, μου φαίνεται μπλε, με κοιτάζει η νοσηλεύτρια, και αμέσως τρέχει έξω. Το δωμάτιο ήσυχο και εγώ να κοιτάζω το πρώτο πτώμα, την πρώτη μέρα στην δουλεία. Έχω μείνει αποσβολωμένη και κοιτάζω τα πόδια του, τα νύχια του είναι κάτασπρα, δειλά δειλά τον ακουμπάω, έχει παγώσει. Δεν φοβάμαι, ούτε ταράζομαι, ούτε αηδιάζω  ούτε στεναχωριέμαι.Είμαι απαθής. Δεν έχω συνειδητοποιήσει τίποτα ακόμη. Η νοσηλεύτρια φέρνει γιατρό και καρδιογράφο. Ευθεία.

Το απόγευμα πήγα σε σπίτι με φίλους. Με πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Άκουσα να λένε «η καημένη, πτώμα είναι». Εγώ συνέχισα να προσποιούμαι ότι κοιμάμαι ενώ απλά προσπαθούσα να σκεφτώ τι είναι αυτό που μπήκε στην ζωή μου.

Σίγουρα δεν είναι μια απλή δουλειά.